- μάρμαρος
- μάρμαρος, ὁ (Α)1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως2. το μάρμαρο3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο6. ως επίθ. μάρμαρος, -οναυτός που λάμπει, που αστράφτει («λαβὼν δ' ἀφῆκε μάρμαρον πέτρον», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχική σημ. τής λ. μάρμαρος «πέτρα, απότομος βράχος» οδηγεί στο θ. τού ρήματος μάρναμαι* «μάχομαι, πολεμώ» (πρβλ. λατ. rupes «κρημνός» < rumpō «συντρίβω, κομματιάζω») και συνδέει τον τ. με αρχ. ινδ. mrnati «συντρίβω». Στους ελληνιστικούς χρόνους η λ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. μαρμαίρω* «λάμπω, αστράφτω», λόγω τής αστραφτερής χροιάς τού μαρμάρου. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. marmor).ΠΑΡ. μαρμαρικός, μαρμάρινος, μάρμαρο, μαρμαρώδης, μαρμαρώνωαρχ.μαρμαράριος, μαρμάρεος (II), μαρμαρίτης, μαρμαρόεις.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό μάρμαρος / μάρμαρο) μαρμαρογλύπτης, μαρμαρογλυφία, μαρμαροποιόςαρχ.μαρμαρόπαιστος, μαρμαρόπτερος, μαρμαροφεγγής, μαρμαρώπις, μαρμαρωπόςμσν.μαρμαρεργατώ, μαρμαρογεγλυμμένος, μαρμαροθεμελίωτος, μαρμαροκουβουκλοσκέπαστος, μαρμαροκτισμένος, μαρμαροπλουμισμένος, μαρμαροσυνθεμένος, μαρμαροτόρνευτος, μαρμαρουργός, μαρμαροχιονόδοντοςμσν.- νεοελλ.μαρμαροτράχηλοςνεοελλ.μαρμαρογλύφος, μαρμαροδίμιτο, μαρμαροδουλειά, μαρμαροειδής, μαρμαροθέτημα, μαρμαροκολόνα, μαρμαροκονία, μαρμαροκονίαμα, μαρμαροκονίαση, μαρμαρόκτιστος, μαρμαρόμαντρα, μαρμαροπελεκητός, μαρμαροπρίστης, μαρμαροστρώνω, μαρμαροχυτός. (Β' συνθετικό) αρχ. κηρομάρμαρον, περιμάρμαρον, πυριμάρμαροννεοελλ.καλλιμάρμαρος].
Dictionary of Greek. 2013.